Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καὶ κλίνεται

См. также в других словарях:

  • όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… …   Dictionary of Greek

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • περιττοσύλλαβος — η, ο / περιττοσύλλαβος, ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, ον, ΜΑ νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα γραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά τής Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις τού ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις …   Dictionary of Greek

  • συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 …   Dictionary of Greek

  • ουδείς — ουδεμία, ουδέν (AM οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, Α αρσ. και οὐθείς, ουδ. και οὐθέν) (αόρ. αντων. που κλίνεται κατά το εἷς, μία, ἕν) 1. ούτε ένας, κανένας («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. το ουδέν κανένα πράγμα, τίποτε 3 …   Dictionary of Greek

  • εξηγούμαι — εξηγούμαι, εξηγήθηκα, εξηγημένος βλ. πίν. 74 (και ως απρόσ. εξηγείται) Σημειώσεις: εξηγούμαι : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ). Εκτός από παθητικό του εξηγώ, το ρήμα έχει και την έννοια δίνω εξηγήσεις για… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πρωτόκλιτος — η, ο / πρωτόκλιτος, ον, ΝΜ νεοελλ. γραμμ. α) αυτός που κλίνεται σύμφωνα με την πρώτη κλίση β) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρωτόκλιτα τα ονόματα τα οποία, σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο κατηγοριοποίησης τής κλίσης τών ονομάτων, κυρίως τής αρχαίας …   Dictionary of Greek

  • ιδιόκλιτος — η, ο 1. αυτός που κλίνεται με δική του κλίση, αυτός που έχει ιδιαίτερη κλίση σε σχέση με τα άλλα ονόματα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιόκλιτα τα ουσιαστικά που δεν έχουν μια συγκεκριμένη κλίση αλλά έχουν δικό τους σχηματισμό και κλίνονται με… …   Dictionary of Greek

  • κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… …   Dictionary of Greek

  • επιτιμώ — επιτιμώ, επιτίμησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: επιτιμώ : απαντάται και η λόγια άτονη αύξηση (επετίμησα). Στον προφορικό λόγο κλίνεται στον ενεστώτα και κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ετερόκλιτος — η, ο (γραμμ.), για ονόματα, αυτός που κλίνεται σύμφωνα με δύο κλίσεις σε μερικές ή όλες τις πτώσεις του, στον ένα ή τον άλλο αριθμό, π.χ. ο καπνός – οι καπνοί και τα καπνά, ο φάκελος – οι φάκελοι και τα φάκελα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»